Απόσπασμα από το ποίημα "Ο σηκωμός της Αφησιάς"
“Ο σηκωμός της Αφησιάς”. Ο ξεριζωμός των Αφησιανών. Το χρονικό του ανείπωτου πόνου…

Αφησιά | Λαϊκή Μούσα

08/18/2020

Του Πετσάβα Νικόλαου.

Κοντεύει ένας αιώνας από τότε που οι Αφησιανοί αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα τους την Αφησιά και εγκαταστάθηκαν στα χώματα της παλιάς Ελλάδας. Όχι όμως γιατί το ήθελαν! Έφυγαν με σκοπό να ξαναγυρίσουν όταν θα ηρεμούσαν τα πράγματα, αλλά κάποιοι τους το απαγόρευσαν…

Οι μισοί παρέμειναν αρχικά στο Λαύριο, την πόλη που τους φιλοξένησε για πρώτη φορά. Οι άλλοι μισοί εγκαταστάθηκαν στη Σιθωνία και δημιούργησαν από την αρχή ένα νέο χωριό, το χωριό μας, που το έδωσαν το όνομα της παλιάς πατρίδας, τη Νέα Αφησιά, την σημερινή Σάρτη.

Από μικρά παιδιά όλοι μέσα στα σπίτια μας ακούγαμε ιστορίες για την παλιά πατρίδα, για τις τελευταίες μέρες, το ταξίδι τους, για το πως έφτασαν ως εδώ και για τους συγγενείς που ζούσαν στο Λαύριο. Ιστορίες που τις περισσότερες φορές δεν τις δίναμε σημασία γιατί θέλαμε να βγούμε έξω να παίξουμε, να πάμε μία βόλτα…

Τα χρόνια όμως πέρασαν και όλοι αυτοί που τις έζησαν έφυγαν από κοντά μας. Τώρα που μεγαλώσαμε θέλουμε να μάθουμε περισσότερα, αλλά δυστυχώς, δεν είναι κανείς εδώ για να μας τα διηγηθεί. Κανένας δεν φρόντισε να συγκεντρώσει αυτές τις ιστορίες και να τις καταγράψει. Μπορεί όμως να έφυγαν, αλλά άφησαν πίσω τους πράγματα που είχαν φέρει από την πατρίδα. Μικρά αντικείμενα που όλοι έχουμε κρυμμένα στα σπίτια μας, θησαυρούς ανεκτίμητους για εμάς και τις οικογένειες μας, που τα φυλάμε για να μας τους θυμίζουν. Αυτά τα αντικείμενα όμως έχουν και μία άλλη δύναμη που δεν μπορούμε να την φανταστούμε. Μπορούν να μιλήσουν! Μπορούν να περιγράψουν και να συμπληρώσουν κομμάτια της ιστορίας μας που χάνεται…

Είναι κομμάτια από ένα μεγάλο παζλ, που εάν συμπληρωθούν και τοποθετηθούν σε ένα χώρο θα έχουν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τον σκοπό για τον οποίο κρατήθηκαν, να μας πουν την ιστορία τους, για να μη ξεχάσουμε ποτέ! Αυτός είναι και ο λόγος που από την πρώτη στιγμή θέσαμε ως πρωταρχικό στόχο την δημιουργία ενός Ιστορικού – Λαογραφικού Μουσείου. Να συγκεντρώσουμε ότι απέμεινε και να δώσουμε μια ευκαιρία στην ιστορία μας πριν χαθεί για πάντα! Να την καταγράψουμε και να την παραδώσουμε στις επόμενες γενιές.

Αρκετοί κατάλαβαν γρήγορα αυτή την ανάγκη και μας έφεραν χωρίς δισταγμούς να φυλάξουμε τα κειμήλια τους. Μέσα από αυτά κατορθώσαμε να συμπληρώσουμε και να κατανοήσουμε ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας μας που μας ήταν άγνωστο. Συνδυάζοντας μερικούς από τους θησαυρούς του Μουσείου μας με προφορικές και γραπτές μαρτυρίες, είμαστε σε θέση να σας περιγράψουμε πως τελείωσαν και πως άρχισαν όλα…

Ανάμεσα σε αυτά τα αντικείμενα που διασώθηκαν είναι και ένα μικρό σχολικό τετράδιο. Το τετράδιο ασμάτων της μαθήτριας Αφροδίτης Βαποργιώτου. Ένα τετράδιο που λίγο μετά τον ξεριζωμό κάποιο μέλος της οικογένειας Βαποργιώτου το δώρισε πιθανόν στον Κωνσταντίνο Σύγγελη και βρίσκονταν ανάμεσα στα κειμήλια της Οδύσσειας (Σύγγελη) Παραλίκα. Στο βιβλιαράκι αυτό είναι γραμμένα δέκα άσματα που μάθαιναν και τραγουδούσαν οι μαθήτριες στο παρθεναγωγείο της Αφησιάς και ο ύμνος της Σχολής. Τα άσματα αυτά ακολουθούν δύο ποιήματα που δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να πούμε με ακρίβεια από ποιον γράφτηκαν. 

Το ένα είναι γραμμένο το 1920 και αναφέρεται στον πόλεμο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στον οποίο και είχαν στηρίξει όλες τις ελπίδες τους για λευτεριά όλοι οι Μικρασιάτες.

Το δεύτερο, και ίσως το σημαντικότερο για εμάς, ένα ποίημα που γράφτηκε λίγες μέρες μετά τον ξεριζωμό τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1922 και με γλαφυρό τρόπο μας διηγείται τις τελευταίες μέρες και το ταξίδι τους προς το Λαύριο. Ένα ποίημα που είναι γνωστό ανάμεσα στους Αφησιανούς με τον τίτλο «Ο σηκωμός της Αφησιάς».

Ακολουθώντας τα 57 δίστιχα του ποιήματος που δημοσιεύεται για πρώτη φορά, σε συνδυασμό με άλλες διάφορες ιστορίες και μαρτυρίες θα προσπαθήσουμε να τους ακολουθήσουμε στο ταξίδι τους που κράτησε για πάνω από δύο χρόνια μέχρι να βρουν το λιμάνι τους στις καταπράσινες ακτές τις Σιθωνίας.

1. Αφησιά μου θε να γράψω τα μεγάλα σου δεινά
να συγκινηθούν οι πέτρες και να κλάψουν τα βουνά.

Κυριακή, 15 Οκτωβρίου 1922

Πριν καλά καλά ο ήλιος ρίξει της ακτίνες του και το πρώτο φως της ημέρας πέσει πάνω από το όμορφο νησί της Αφησιάς, οι Αφησιανοί με δάκρυα στα μάτια ξεκίνησαν για τις εκκλησιές τους. Κανείς δεν έμεινε σπίτι. Η Αγία Παρασκευή και η Κοίμηση της Θεοτόκου γέμισαν ασφυκτικά.

Το μέτωπο είχε σπάσει και ο πανικός είχε απλωθεί σε όλη τη Ρωμιοσύνη της Μικράς Ασίας. Ο φόβος ότι οι Τσέτες θα φτάσουν από στιγμή σε στιγμή έκανε τους ταλαιπωρημένους Ρωμιούς να αναζητούν οποιονδήποτε τρόπο να φύγουν προς την Ελλάδα. Τα υπόλοιπα νησιά του Μαρμαρά είχαν σχεδόν αδειάσει. Όσοι είχαν δικά τους καΐκια πάνε μέρες που έφυγαν. Οι Μαρμαρινοί και ο Δεσπότης είχαν φύγει με το ατμόπλοιο «Β. Κωνσταντίνος», και πλησίαζαν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο και οι Πασαλιμανιώτες που έφυγαν με το «Πλατεαί».

Δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο και το ήξεραν. Έπρεπε να φύγουν, τουλάχιστον μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα και να επιστρέψουν.

Να επιστρέψουν όπως είχαν επιστρέψει οι συμπατριώτες τους από τα άλλα νησιά το 1918 που είχε γίνει η ανακωχή, τρία χρόνια μετά τον πρώτο διωγμό του 1915. Μπορεί αυτούς να μη τους είχαν σηκώσει τότε, γιατί τους χρειάζονταν σκλάβους στα λατομεία του νησιού, όμως δεν ξέχασαν ποτέ τις 250 ψυχές που χάθηκαν από την πείνα και τις ταλαιπωρίες, τότε που αναγκάστηκαν να κάνουν και δεύτερο νεκροταφείο. Έπρεπε να φύγουν να μη χαθούν άλλες ψυχές…

Είχαν δει όμως και τις καταστροφές των ερημωμένων χωριών και έπρεπε να πάρουν μαζί τους ότι μπορούσαν να μη χαθούν οι κόποι τους και οι θυσίες τους όπως χάθηκαν τότε.

Στις εκκλησιές εκτός από τους ιερείς και τους ψαλτάδες που υμνούσαν και παρακαλούσαν τον Θεό, δεν ακούγονταν κανένας ψίθυρος. Κάπου κάπου μόνο, ένας σπαραχτικός λυγμός έβγαινε από τις γυναίκες, που δεν έβλεπαν πια από τα δάκρυα που είχαν πλημμυρήσει τα μάτια τους και τραβούσε τα βλέμματα των αντρών.

Με δυσκολία και οι ίδιοι προσπαθούσαν να συγκρατηθούν, αλλά έπρεπε να φανούν δυνατοί. Τι και αν έσφιγγαν τα χείλη, τα μάτια τους γυάλιζαν στο μισοσκόταδο στην προσπάθεια τους να συγκρατήσουν τα δικά τους δάκρυα…

Κοινώνησαν όλοι και τράβηξαν για το νεκροταφείο. Να κάνουν ένα τρισάγιο στους γονείς, στα αδέρφια και στα παιδιά που είχαν θαμμένα και ήταν αναγκασμένοι να αφήσουν πίσω. Να ανάψουν τα καντήλια και να φροντίσουν τους τάφους και τα λουλούδια γιατί μπορεί να λείψουν για καιρό…

Να αποτελειώσουν και τον τάφο του Δημήτριου Διασουράκη που έθαψαν την προηγούμενη μέρα. Έναν από τους καλύτερους νοικοκυραίους του χωριού που ήταν αγαπητός σε όλους.

Όταν του έλεγαν ότι ήρθε η ώρα να μαζέψουν τα πράγματα και να φύγουν εκείνος τους απαντούσε: «Όλοι να φύγετε, εγώ θα μείνω εδώ». Και έμεινε εκεί. Δίπλα στους δικούς του…

Αμέσως μετά γύρισαν στις εκκλησιές για να μαζέψουν σε μπαούλα τα ιερά εικονίσματα, το βαγγέλιο, τα άμφια, τα δισκοπότηρα και ότι άλλο μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, να μη μαγαριστεί από τους αλλόθρησκους, όχι από τους Τούρκους του χωριού, αυτοί ήταν φίλοι και καρντάσια!

Ήταν Κυριακή 15 Οκτωβρίου 1922, ήταν η τελευταία μέρα που χτύπησαν οι καμπάνες, ήταν η τελευταία μέρα που άναψαν τα καντήλια…

2. Στα πέρατα της κτίσεως το νου μου τον εφέρω
μα το διωγμό της Αφησιάς δε δύναμαι να εύρω.

Τετάρτη, 18 Οκτωβρίου 1922

Είχε ήδη σκοτεινιάσει και οι τσορμπατζήδες με όλους τους άνδρες του χωριού βρίσκονταν ακόμη στο καφενείο του Μανασάκη. Προσπαθούσαν να μάθουν που βρίσκεται το πλοίο και κανόνιζαν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Να δώσουν προτεραιότητα στις χήρες και στα ορφανά, να τις βοηθήσουν να κουβαλήσουν όλα τα υπάρχοντα τους.

Σε όλα τα σπίτια το ίδιο σκηνικό. Οι νοικοκυρές κατάκοπες από την αϋπνία, προσπαθούσαν να βάλουν μέσα σε μπαούλα και σε πρόχειρους μπόγους τα πράγματα τους. Να βολέψουν τα γυαλικά, τα προικιά τους, τα εικονίσματα, τα τρόφιμα…

Στο μυαλό τους ξανά και ξανά οι ίδιες αναπάντητες ερωτήσεις: «Που θα πάμε; Πώς θα είναι εκεί; Θα μας φτάσουν τα τρόφιμα; Πότε θα γυρίσουμε; Θα κρατήσουν τα αμπέλια; Θα βρούμε το σπίτι μας; Γιατί όλα αυτά; Γιατί; …»

Με αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα περνούσαν τις τελευταίες νύχτες περιμένοντας το βαπόρι…

Η μπουρού του βαποριού που έριχνε την άγκυρα του έξω από το χωριό αναστάτωσε όλους τους κατοίκους που κατέβαιναν ένας ένας στην παραλία για να δουν τι συμβαίνει.

Ένα τεράστιο βαπόρι έκρυβε τη θέα της Κούταλης. Στην πλώρη του γραμμένο το όνομα του, «Κωνσταντινούπολις».

Ήρθε η ώρα! Το πλοίο ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση να φορτώνει το πολύτιμο φορτίο του. Πρώτα οι χήρες και τα ορφανά, με την σειρά που είχαν σχεδιαστεί όλα…

3, Ήταν Τετάρτη το βραδύ που ήρθε το βαπόρι
για να σηκώσ’ την Αφησιά το εύμορφο μικροχώρι.

Σάββατο, 21 Οκτωβρίου 1922

Για τρεις μέρες το πλοίο συνέχιζε να φορτώνει πράγματα, ζώα και ανθρώπους.

Η εικόνα που είχε πάρει το χωριό, από τα κόκκινα ντερεδάκια που είχαν σχηματιστεί από τα κρασιά που άφηναν να χυθούν, έκαναν τις δύσκολες αυτές στιγμές πραγματικό εφιάλτη. Κόκκινα σαν αίμα έδιναν την εντύπωση πως και η γη μάτωνε την ώρα που ξερίζωναν τα παιδιά της…

Σαν να μην έφτανε αυτό, και ο ξαφνικός αέρας, η αγριεμένη θάλασσα και η βροχή θαρρείς πως προσπαθούσαν να σταματήσουν το κακό…

Το πλοίο αναγκάστηκε να απομακρυνθεί λίγο και να ρίξει δεύτερη άγκυρα. Κανείς δεν γύριζε στο σπίτι από τον φόβο μη τους αφήσουν πίσω. Εκείνο το βράδυ το πέρασαν στην παραλία, μέχρι να κοπάσει ο άνεμος…

4. Το πλοίον όταν έφθασεν κοντά στην Αφησία
άνεμος φύσα δυνατός, έγινε τρικυμία.

5. Τα πλοία έξω πέσανε όλα στην παραλία
μικροί μεγάλοι κλαίαμε κι είχαμε απελπισία.

6. Καιρός ήταν ενάντιος μεγάλη τρικυμία,
ο καπετάνιος φώναζε «Φορτώσατε τα πλοία!»

7. Και το βαπόρι έφυγε απ’ την κακοκαιρία
και τους μισούς τους άφησε έξω στην παραλία.

8. Ύπνος δε μας επήγαινε διά να κοιμηθούμε
όλοι απεφασίσαμε να πέσουμ’ να πνιγούμε.

Κυριακή, 22 Οκτωβρίου 1922.

Κυριακή και οι καμπάνες παρέμειναν βουβές. Οι εκκλησιές άδειες και απογυμνωμένες. Τρεις η ώρα το μεσημέρι ανέβηκε και ο τελευταίος στο πλοίο. 280 οικογένειες, 1300 ψυχές.

Οι Τούρκοι γείτονες και φίλοι όλοι στην παραλία, δακρυσμένοι κι αυτοί, μάταια τους ζητούσαν να τους πάρουν μαζί τους. Τι να κάνουν 20 οικογένειες σε ένα έρημο χωριό; Πως θα ζήσουν;

Το πλοίο σήκωσε τις άγκυρες και κατευθύνθηκε απέναντι προς την μικρή Κούταλη. Οι περισσότεροι Κουταλιανοί είχαν φύγει με τα δικά τους καΐκια μέρες πριν και είχαν παραμείνει πίσω όσες οικογένειες δεν μπόρεσαν να επιβιβαστούν σε αυτά.

Οι λίγες αυτές οικογένειες επιβιβάστηκαν μέσα σε τρεις ώρες και το πλοίο έβαλε πλώρη για την Αφθόνη στο νησί του Μαρμαρά ώστε να παραλάβει και από εκεί μερικούς Αφησιανούς τσομπάνιδες με τα ζωντανά τους που είχαν απομείνει στο χωριό πριν ξεκινήσει το ταξίδι του προς την Θεσσαλονίκη.

Το μέγεθος του πλοίου δεν του επέτρεπε να πλησιάσει πολύ κοντά στην ακτή. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά… Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πόσο θα διαρκούσε αυτό το ταξίδι. Η πείνα άρχισε να βασανίζει τους ταλαίπωρους Αφησιανούς.

Τα παιδιά έκλαιγαν και ζητούσαν φαγητό, αλλά το πλοίο είχε γεμίσει ασφυκτικά και κανείς δεν μπορούσε να πάει κάτω στο αμπάρι που είχαν στριμωχτεί τα πράγματα τους, μικροί και μεγάλοι παρακαλούσαν τους ναύτες και τον κυβερνήτη να τους βοηθήσουν, να τους δώσουν ένα κομμάτι ψωμί να ξεγελάσουν την πείνα τους…

9. Μες το βαπόρι μπήκαμε σωστήκαν τα ψωμιά μας
μικροί μεγάλοι κλαίγαμε αυτή την συμφορά μας.

10. Μικροί μεγάλοι τρέχαμε εμπρός στον κυβερνήτη
με δάκρυα στους οφθαλμούς για να μας ελεήσει.

11. Τρόφιμα είχαμε πολλά, ήταν κάτω στο αμπάρι,
κανένας δεν ημπόρεσε να πάει για να πάρει.

Δευτέρα, 23 Οκτωβρίου 1922.

Η Μαριάνθη στο κατάστρωμα καρφωμένη με το βλέμμα στην Αφησιά, κοιτούσε συνεχώς δεξιά και αριστερά τα νερά της Προποντίδας μήπως φανεί να έρχεται από μακριά. Δίπλα της και σχεδόν γαντζωμένη επάνω της η εννιάχρονη κόρη της Οδύσσεια. Ο άντρας της, ο Αλέξανδρος, είχε φύγει πριν λίγες μέρες με το καΐκι στη δουλειά.

«Μα δεν έμαθε για το κακό που γίνηκε; Γιατί δεν γύρισε ακόμη; Μήπως δεν μπόρεσε να γυρίσει και έφυγε για την Ελλάδα; Θα μας βρει εκεί που θα πάμε;» Αυτά τα ερωτήματα βασάνιζαν τις σκέψεις της όταν ξαφνικά η μπουρού του πλοίου της τράβηξε την προσοχή. Δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε…

Το πλοίο σήκωσε τις άγκυρες και ξεκίνησε. Δεν έμεινε κανείς στην Αφθόνη, αλλά ούτε και στο νησί του Μαρμαρά, άδειασε και αυτό, ξεριζώθηκαν τα παιδιά του…

Με συνοδεία δύο Εγγλέζικα αντιτορπιλικά που παρακολουθούσαν από την αρχή την διαδικασία της εκκένωσης, κατευθύνθηκε προς τα Δαρδανέλια. Ο δρόμος όμως προς τα Δαρδανέλια περνούσε ανάμεσα από την Αφησιά και την Κούταλη, στη θέα των κλειστών σπιτιών κανείς δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα του…

12. Μέσ’ το βαπόρι μας βάλανε δεν ξεύρουμ’ που μας πάνε
στο Λαύριο μας είπανε και μας παρηγοράνε.

13. Δεύτερον μας περάσανε από την Αφησία,
ήταν οι πόρτες μας κλειστές κι όλα τα παραθύρια.

Τρίτη, 24 Οκτωβρίου 1922

Όσο το πλοίο κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη, στα δεξιά του, κάποιοι αγνάντευαν τις καταπράσινες ακτές τις Σιθωνίας, χωρίς να μπορούν να φανταστούν εκείνη τη στιγμή ότι δύο χρόνια αργότερα κάπου εκεί, ένα άλλο πλοίο θα τους άφηνε σε μία από τις ακτές της…

Μόλις το πλοίο έφθασε στον Θερμαϊκό κόλπο όλοι σηκώθηκαν για να δουν από μακριά την πόλη της Θεσσαλονίκης.
«Μα τι κάνουν όλα αυτά τα πλοία σκορπισμένα; Πόση προσφυγιά Θεέ μου;»

Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είχε γεμίσει ασφυκτικά. Η πόλη ήταν αδύνατον να δεχτεί άλλους ανθρώπους. Τα πάντα είχαν γεμίσει. Τα σχολεία, οι εκκλησίες, τα δημόσια κτίρια, οι δρόμοι, παντού προσφυγιά…

Το τηλεγράφημα προς το «Κωνσταντινούπολις» σύντομο και σαφές:

«Αδύνατον πλησιάσετε λιμένα Θεσσαλονίκης στοπ,
πλεύσατε προς Λαύριον στόπ.»

14. Το πλοίον ξακολούθησε διά τη Σαλονίκη
τελέγραφος εκτήυπησε πίσω για να γυρίσει.

15. Απελπισμένες μείναμε δεν ξεύρουμ’ που μας πάνε
στο Λαύριο μας είπανε και μας παρηγοράνε.

 Τετάρτη, 25 Οκτωβρίου 1922

Το πλοίο κατευθύνονταν προς το Λαύριο. Πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου στρυμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο με το βλέμμα όλων χαμένο στα νερά του Αιγαίου…

Οι σκέψεις όλων πίσω στα σπίτια τους, πίσω στο νησί τους. Όλη τους η ζωή περνούσε ξανά και ξανά μπροστά από τα μάτια τους. Τα παιχνίδια και οι τρέλες των παιδικών χρόνων, οι κρυφοί έρωτες και τα πειράγματα. Οι χαρές τα γέλια, τα πανηγύρια. Τις όμορφες στιγμές στον τρύγο… «Μα πόσες όμορφες στιγμές περνούσαμε στον τρύγο… Τι θα γίνουν τα κτήματα μας; Τι θα γίνουν τα αμπέλια μας; Τα κρασιά μας; Αυτό ήταν; Χάθηκε η Αφησιά; Πάει η πατρίδα μας; Τι θα απογίνει η γενιά μας;» Όλοι χαμένοι στις σκέψεις τους… 

Ξαφνικά μία γυναικεία κραυγή στο δεξί κατάστρωμα τράβηξε τα βλέμματα όλων. “Όχι ακόμα… Όχι τώρα…”

Μια βρακοφόρα γριά σηκώθηκε έντρομη και άρχισε να φωνάζει:

– Τη μαμή! φέρτε τη μαμή!

Με γρήγορες κινήσεις μπροστά από την ετοιμόγεννη γυναίκα δημιουργήθηκε ένα κυκλικό τοίχος από γυναικείες φιγούρες…

– Κορίτσι!

Κι αν η πατρίδα χάθηκε το γένος δεν θα χαθεί ποτέ!

Το όνομα που της δόθηκε, Λαμπρινιώ, το γένος Κοτζαμάνη. Πρόσφυγας.

16. Όλοι μας ασθενήσαμε από την στεναχωρία
διότι μας σηκώσανε από την Αφησία.

17. Όλοι απελπιστήκαμε τραβούσαμ’ τα μαλλιά μας
π’ αφήσαμε τα κτήματα επίσης τα κρασιά μας.

Πέμπτη, 26 Οκτωβρίου 1922

Απόγευμα 26ης Οκτωβρίου, του Αγίου Δημητρίου. Επιτέλους το Λαύριο! Ανακούφιση; Πίκρα; Απογοήτευση; Όλα μαζί!

«Όλοι απελπιστήκαμε που ήταν ξερονήσι,
γιατί κανένας απ’ ημάς δεν ήταν για να ζήσει.
Αρχίσαμε τα κλάματα, την τύχη μας να βρίζουμ’
όπου μας έριξε εδώ πίσω να μη γυρίσουμ’.»

Η πόλη όμως δεν ήταν έτοιμη να τους υποδεχτεί. Έπρεπε να περάσουν ακόμη ένα βασανιστικό βράδυ μέσα στο πλοίο. Η απελπισία τους μεγάλωνε όλο και περισσότερο…

Άλλο ένα βράδυ έξω στο κρύο στριμωγμένοι, με την υγρασία να χτυπάει στα κόκαλα… Ανάθεμα τον αίτιο….

– Μα τι έγινε πάλι; Ποια είναι αυτή που φωνάζει; γιατί τρέχουν οι γυναίκες;

Κάποιος βιάζεται να βγει. Θέλει να αντικρίσει τη νέα πατρίδα!

– Αγόρι!

Η ελπίδα δεν χάθηκε! Τα παλικάρια μας με τα γερά τους χέρια θα δουλέψουν, θα ξεκινήσουμε από την αρχή! Θα ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας!

Το όνομα του, Θεόδωρος Δεληγιάννης. Πρόσφυγας.

18. Στο Λαύριο αράξαμε έξω απ’ την πολιτεία
γέροι , γυναίκες και παιδιά είχαμ’ απελπισία.

19. Καθώς φουντάρισε το βαπόρ τα καΐκια κατεβάζουν
και εμείς τότε νομίζαμε πως έξω θα μας βγάλουν.

20. Κι ο κυβερνήτης διέταξε κανένας να μη βγεί
να περιμένει έως ότου η άδεια δοθεί.

21. Κείνο το βράδυ μείναμε μέσα εις το βαπόρι
και κλαίαμεν την τύχην μας που θ’ αποθάνουμε όλοι.

22. Όλοι απελπιστήκαμε που ήταν ξερονήσι
γιατί κανένας απ’ ημάς δεν ήταν για να ζήσει.

23. Αρχίσαμε τα κλάματα την τύχη μας να βρίζουμ’
όπου μας έριξε εδώ πίσω να μη γυρίσουμ’.

24. Ανάθεμα τον αίτιον που ήταν η αιτία,
μας έφεραν στο Λαύριο μακρά απ’ την Αφησία.

25. Όλοι απεφασίσαμε να πέσουμ’ να πνιγούμε
γιατί μας έφεραν εδώ εξόριστοι να ζούμε.

Τρεις ολόκληρες μέρες κράτησε και η εκφόρτωση του πλοίου. Όσοι είχαν χρήματα κατάφεραν γρήγορα να νοικιάσουν δωμάτια και να βάλουν τις οικογένειες τους. Πολλοί όμως έμειναν για πολύ καιρό σε χάνια, σκηνές και στα κτίρια των εταιρειών του Λαυρίου.

Το Λαύριο ήταν μία πόλη βιομηχανική με ανθυγιεινό κλίμα. Πως ήταν δυνατόν να το χωνέψουν… Πως ήταν δυνατόν ο νους τους να μη γυρνάει ξανά και ξανά πίσω στο νησί τους, στο όμορφο χωριό τους…

26. Κι όταν αράξαμε εκεί στη σκάλα μας εβγάζουν
στο δρόμο μας αφήσανε σε σπίτια δεν μας βάλουν.

27. Πέντε ημέρες καθίσαμε μέσα σε ένα χάνι
κανένας δεν μας έλεγε σε σπίτι να μας βάλει.

28. Οι πλούσιοι μόλις βγήκανε όλοι σε σπίτια μπήκαν
και τους καημένους του πτωχούς στους δρόμους τους αφήσαν.

29. Κ’ εμείς τότε οι κακόμοιροι μείναμ’ απελπισμένοι
μια κάμαρα δεν ηύραμε να μείνουμε οι καημένοι.

30. Αφού! Πατρίδα μου γλυκιά τώρα σε θυμηθήκαμ’,
το ωραίον ακρογιάλι σου και όλοι απελπισθήκαμ’.

Ιούνιος 1923

Οκτώ μήνες πέρασαν και η κατάσταση κάθε μέρα που περνούσε γίνονταν δυσκολότερη. Τα τρόφιμα που είχαν φέρει μαζί τους δεν κράτησαν για πολύ. Τα ρούχα τους έλιωσαν… Για αρκετό διάστημα λόγο της κατάστασης δεν μπορούσαν να εργαστούν. Έπρεπε να βρουν δουλειά, έπρεπε να αρχίσουν από την αρχή….

Αρκετοί άνδρες έπιασαν δουλειά στην Γαλλική Εταιρεία και την «Ελληνική Εταιρεία των Μεταλλουργιών Λαυρίου» με ημερομίσθιο 35 δρχ. Οι γυναίκες που ήταν αρχόντισσες στα σπίτια τους, αναγκάστηκαν να δουλέψουν στις «μπούκες» των μεταλλείων και στη διαλογή με το κατώτατο ημερομίσθιο των 18-20 δρχ.

Τα παιδιά αναγκάστηκαν να δουλέψουν και αυτά στα καμίνια των τούβλων με 12 δρχ. την ημέρα για τα αγόρια και 5-6 δρχ. για τα κορίτσια. Ακόμα και τις Κυριακές «σήκωναν» τούβλα και κάναν «ντουλάπια» για να κερδίσουν 10 δρχ. επιπλέον.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά έπρεπε να αντιμετωπίζουν καθημερινά τον χλευασμό και την ειρωνεία των ντόπιων κατοίκων έγιναν ξαφνικά «τουρκόσποροι», οι «πρόσφυγγες», «αυτοί που ήρθαν να μας πάρουν τις δουλειές» και «να μας φάνε το ψωμί»…

31. Άχ! Αφησιά γλυκύτατη νησί αγαπημένο
εμείς πως σε αφήσαμε κι έμεινες ορφανεμένο;

32. Μέρη που δεν ελπίζαμε τα μάτια μας να δούνε
τώρα λοιπόν μας έφεραν εξόριστοι να ζούμε.

33. Και αν μας έφεραν στα ξένα θα σε ενθυμούμεθα Αφησιά
τον καθαρόν σου τον αέρα και τα κρύα σου νερά.

34. Πολλά κι αν υποφέραμε εις το σεφέρμπελίκι ,
αυτός όμως ο σηκωμός μας έβαλε εις λύπη!

35. Οφού! Καημένη Αφησιά, αγαπητόν νησάκι
με αργυρόν ποτήριον σε πότισαν φαρμάκι.

36. Ερήμωσαν τα σπίτια σου, σιγή και ερημότης
και πλέον έγινε φρικτή, αθλία αγριότης.

37. Οφού! Καημένη Αφησιά, αντίκρυ στο Λεβάντη
το χώμα σ’ ήταν μάλαμα, οι πέτρες σου διαμάντι.

38. Ο διωγμός σου Αφησιά πολύ μας βαροβάνει
σαν τον Χριστό που βάλανε ακάνθυνο στεφάνι.

39. Στο Λαύριο αράξαμε, μας είπανε να βγούμε
κι εμείς συλογιζόμεθα που θα κατασταθούμε.

40. Ω! Αφησιά γλυκύτατη με τα κρυά νερά σου
η θάλασσα σου γαλανή, έυμορφη η ακρογιαλιά σου.

41. Και όταν ταξιδεύαμε είδαμε πολλά χωριά,
κανέν΄ δεν ήταν εύμορφόν ωσάν την Αφησιά.

42. Ω Αφησιά γλυκύτατη με τον πολύ καρπό σου
φύγαμε και σ’ αφήσαμε και πήραμ’ τον καημό σου.

43. Φεύγω χωριό μου ποιητό πολύ μακράν στα ξένα,
ο νους μου όμως θα πετά αυτού κοντά σε σένα.

44. Μας σήκωσαν σ’ αφήνω γεια με μάτια δακρυσμένα
με πληγωμένη την καρδιά με στήθη πονεμένα.

45. Στην ξενιτιά κι αν φύγαμε άλλον κόσμο κι αν δούμε
πάντα γλυκιά πατρίδα μας εσένα θα θυμούμαι.

46. Απ’ όλο το μάρμαρο νησί η Αφησιά έχει χάρη,
έχει αέρα δροσερό, εύμορφον περιγιάλι.

47. Και εμείς πως το επεφασίσαμε και μπήκαμ’ στο βαπόρι
και ήρθαμε τόσον μακρά της, και την αφήσαμ’ μόνη;

48. Στα χίλια εννιακόσια και στα εικοσιδυό
σηκώσανε την Αφησιά το έμορφο χωριό.

49. Στο μέρος που μας έφεραν για δες καημό μεγάλο και λαύρα φοβερή,
να ‘χει κανείς πατρίδα και να μη την εθωρεί.

50. Το διωγμό της Αφησιάς και τα σκληρά μας πάθη
εις το χαρτί τα έγραψα ο κόσμος να τα μάθει.

Στη Λωζάνη κάποιοι είχαν αποφασίσει ότι δεν μπορούσαν να γυρίσουν πλέον στην πατρίδα τους, δεν μπορούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους…

Έπρεπε να το πάρουν απόφαση. Το ανθυγιεινό κλίμα του Λαυρίου και οι δύσκολες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, είχε αρχίσει να τους αποδεκατίζει. Έπρεπε να βρουν άλλο τόπο για να ζήσουν. Είχαν αποφασίσει να φτιάξουν μία επιτροπή που θα να έψαχνε για ένα καλύτερο μέρος να χτίσουν από την αρχή το χωριό τους.

Να φυτέψουν αμπέλια, να αρχίσουν από την αρχή, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Να φτιάξουν μία νέα πατρίδα….

Μερικούς μήνες μετά (Ιούνιος 1923) συμπληρώνει:

51. Ω Αφησιά γλυκύτατη π’ έχεις στη μέση ρέμα
τα έμορφα κορίτσια σου τα έχουν εξορισμένα.

52. Οκτώ μήνες περάσαμε με λύπες τη ζωή μας
χαλάσανε τα ρούχα μας σώστηκε η τροφή μας.

Η πρώτη επιτροπή δεν κατάφερε τίποτα. Η απελπισία τους μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Η νοσταλγία για την πατρίδα έγινε καθημερινό βασανηστήριο. Όχι δεν θα το έβαζαν κάτω. Μια νέα επιτροπή προσφύγων δημιουργήθηκε για να αναζητήσει την το κατάλληλο μέρος για μία καινούρια αρχή…

Τα υπόλοιπα όμως θα τα διαβάσετε στο συλλεκτικό λεύκωμα που ετοιμάζουμε με πλούσιο φωτογραφικό υλικό με περισσότερα κείμενα και πηγές…

Και ξανά γράφει το 1924:

53. Είδα δέντρα να σείονται και σπίτια να κρεμνούνε
είδα κι αγρίους ανθρώπους να μας ετυραννούνε.

54. Να μας ελένε φύγετε από τα σπιτικά σας
γιατί δεν τα ορίζετε δεν είναι πια δικά σας.

55. Γραφτό μας ήτανε κι αυτό στο Λαύριο να ‘ρθούμε
να παμ’ στην τουβλομηχανή να κατηγορηθούμε.

56. Αυγή να σηκωνόμαστε και νύκτα να σκολούμε
της τύχης μας ήταν κι αυτά εμείς να τα τραβούμε.

57. Δυο χρόνια εγυρίσανε στο Λαύριον που ζούμε,
άραγες την Αφησιά δεν θα την ξαναδούμε;

Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας από τότε. Έφυγαν όλοι. Δεν έμεινε κανείς από εκείνους που έκαναν αυτό το ταξίδι. Αρχίσαμε να ξεχνάμε…

Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο που δημιουργήσαμε είναι η ευκαιρία να σώσουμε ότι μπορούμε. Η ιστορία των προγόνων μας, ανήκει σε όλους! Μη κλείνεται τα κειμήλια σας σε ένα συρτάρι, αφήστε τα να μιλήσουν… Εάν πάλι σας είναι αδύνατον να τα αποχωριστείτε φέρτε μας ένα αντίγραφο, βοηθήστε το έργο μας!

Το χρωστάμε σε αυτούς που μας έφεραν στη ζωή, σε αυτούς που μας έφτιαξαν μία πατρίδα!

Pin It on Pinterest