Μαραμένα τα γιούλια κι βιόλες. Ένα βαλσάκι από την Αφησιά

Λαϊκή Μούσα

05/25/2022

Μαραμένα τα γιούλια κι βιόλες

από Κλεονίκη Καλαφάτη-Μανασάκη | Τραγούδια της Αφησιάς

Περιγραφή

Η στενή επαφή των Ρωμιών Οθωμανών με την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, διαμόρφωνε σε μεγάλο βαθμό τα ήθη και τα έθιμα τους. Ήδη από τα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα ανάμεσα στα μακρόσυρτα μαρμαρινά τραγούδια που η ιστορία τους χάνεται στους αιώνες, άρχισαν να εισχωρούν και τα βαλσάκια που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στη μαρμαρινή νεολαία που δεν άργησε να σκαρώνει και δικά της τετράστιχα.

Αν και ο «άσεμνος» χορός εκείνη την εποχή δεν επιτρεπόταν ανάμεσα σε ελεύθερους, είχε αρχίσει ήδη να χορεύεται στα μεγάλα Κουταλιανά, Μαρμαρινά, Αφησιανά και Αλωνιάτικα σαλόνια από παντρεμένα ζευγάρια.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι πρόσφυγες συνέχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν τα βαλσάκια τους σε κάθε γλέντι, υμνώντας τον έρωτα, την ξενιτιά και τους καημούς τους…

Το τραγούδι αυτό σε άλλες παλαιότερες καταγραφές μας εμφανίζεται με περισσότερα τετράστιχα. Με μικρές διαφορές στους στίχους έχει καταγραφεί και στη Νέα Κούταλη.

Η συγκεκριμένη ηχογράφηση έγινε το 2019. Η Κλεονίκη Καλαφάτη-Μανασάκη 82 ετών σήμερα μεγάλωσε μέσα στους πρόσφυγες αποστηθίζοντας όλα τα τραγούδια τους. Η καλλίφωνη μητέρα της Ελένη δεν σταματούσε ποτέ να τραγουδά και ευτυχώς για εμάς το κληροδότησε και στην κόρη της…

Στίχοι

Μαραμένα τα γιούλια κι βιόλες
μαραμένα και τα γιασεμιά,
μαραμένες οι ελπίδες μου όλες
και μια θλίψη βαθειά στην καρδιά

Σαν πουλί και εγώ ελαλούσα
και επετούσα ψιλά στα κλαδιά,
είχα όμως ελπίδες και ζούσα
και γαλήνη πολύ στην καρδιά.

Τώρα όμως εσβήσθη η πνοή μου
και η γλώσσα μου πια δε λαλεί,
σαν λαμπάδα το σώμα μου σβήνει
και στον τάφο γυρεύει να μπει.

Είναι τώρα σχεδόν τρία έτη
που με πίκρες και λύπες περνώ.
Τα ματάκια μου δάκρυα χύνουν
και στον τάφο ζητώ για να μπω.

Οι γιατροί προσπαθούν να με σώσουν
μα το πάθος ριζώθει βαθιά.
Δεν γλιτώνει το σπίτι όταν πιάσει
κι απ’ τα τέσσερα μέρη φωτιά.

Ας πεθάνω κι ας ζήσει εκείνος
αφού μ’ άλληνε τώρα γλεντά,
εύχομαι όμως πατέρας να γίνει
και να κάνει παιδιά φθισικά.

Μ’ απαρνήθεις σκληρέ, μ’ απαρνήθεις,
γράψε μου το σε μαύρο χαρτί.
Γράψε μου το με μαύρη μελάνη
βουλωσέ το με βούλα χρυσή.

Και συμπλήρωναν τους παρακάτω στίχους:

Πάνε δυο έτη που με λατρεύεις
πάνε δυο έτη που μ’ αγαπάς,
μα εσύ είχες άλλη μες στην καρδιά
και μένα άδικα με τυραννάς

Έλα πουλάκι μου και άλλαξε γνώμη
γιατί ήρθε ο χρόνος ο περσινός
το κρίμα μένει στο λαιμό σου
κι εγώ διαβαίνω δια παντός.

Θα με ζητήσεις μα δε θα με βρεις
θα με ποθήσεις μα θα’ ναι αργά
θα έβρεις κόκκαλα σκελετωμένα
και σκορπισμένα στη λειβαδιά.

Pin It on Pinterest